- εννοώ
- (AM ἐννοῶ, -έω) [νοώ]1. έχω ή συλλαμβάνω κάτι στον νου, διαλογίζομαι, διανοούμαι, σκέπτομαι2. καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι πλήρως, σαφώς κάτι (α. «δεν εννοώ τη θεωρία τής σχετικότητας» β. «οὐ γὰρ ἐννοῶ», Σοφ.)3. (για λέξεις ή φράσεις) σημαίνω, δηλώνω («τί εννοεί αυτή η πρόταση;»)νεοελλ.1. (για ξένη γλώσσα) καταλαβαίνω αρκετά καλά («εννοεί αρκετά τη Γαλλική»)2. έχω την αξίωση, απαιτώ («εννοώ να υπακούτε στις εντολές μου»)3. παθ. εννοούμαιγίνομαι αντιληπτός, καταληπτός («το χωρίον αυτό τού συγγραφέα δεν εννοείται»)4. υπάγομαι νοητώς σε μια μορφή ή σύσταση («η όλη ζωή εις οικογένειαν έτσι εννοημένην», Λασκαράτος)5. (γ' ενικ. πρόσ. παθ. απρόσ.) εννοείταιείναι αυτονόητο, προφανές, εξυπακούεται («αυτά, εννοείται, μεταξύ μας»)6. φρ. α) «δεν εννοεί τη συμφωνική μουσική» — δεν μπορεί, δεν είναι ικανός να αντιλαμβάνεται καλά, να έχει γνώση, αίσθηση τής συμφ. μουσ.β) «να εννοούμεθα» — να γίνουν αντιληπτές από σένα οι εύλογες επιθυμίες ή αξιώσεις μουγ) «τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται» — περιττεύουν περισσότερες εξηγήσεις ή αναπτύξεις7. (με αιτ. ή δευτ. πρότ. ως αντικ. σε αρνητ. εκφορά, για επιτίμηση) δεν δικαιολογώ, δεν επιδοκιμάζω, θεωρώ αδικαιολόγητο κάτι («δεν εννοώ τη διαγωγή σου»)μσν.αναγνωρίζω («ἐγὼ ἀπὸ τοῡ σχήματος ἐννόησα τὴν κόρην», Διγεν.)αρχ.1. (με αιτ.) εξετάζω κάτι στον νου μου, συλλογίζομαι, στοχάζομαι κάτι2. (με γεν.) έχω ιδέα, αντίληψη για κάτι, καταλαβαίνω3. παρατηρώντας παίρνω είδηση, γίνομαι γνώστης, καταλαβαίνω κάτι («ἐνενόησε δὲ αὐτῶν καὶ ως ἐπηρώτων ἀλλήλους τοιαῡτα», Ξεν.)4. μέσ. συμπεραίνω, βγάζω πόρισμα ή συμπέρασμα5. (με απρμφ. ή αιτ. πράγμ. και απρμφ.) έχω στον νου, διανοούμαι, σχεδιάζω να κάνω κάτι6. επαναφέρω στον νου, θυμάμαι7. εφευρίσκω, επινοώ, διακρίνω με τον νου8. σχηματίζω ιδέα για κάτι9. υποθέτω10. (με το αρνητ. μη) φοβάμαι («ἐννοήσας μή... οἱ πολέμιοι ἐπιθοῑντο» — επειδή φοβήθηκε μήπως οι εχθροί επιτεθούν).
Dictionary of Greek. 2013.